- ἀδιύλιστος
- ἀδιύλιστος, ον, ([etym.] διῡλίζω)A not strained or filtered, Gal.13.285.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδιύλιστος — η, ο (Α ἀδιύλιστος, ον) [διυλίζω] αυτός που δεν έχει διυλιστεί, αφιλτράριστος νεοελλ. ο ανεπίδεκτος διυλίσεως … Dictionary of Greek
αδιύλιστος — η, ο αστράγγιχτος, αφιλτράριστος: Το νερό όταν είναι αδιύλιστο περιέχει ξένα σώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιυλίστου — ἀδιύλιστος not strained masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιήθητος — η, ο (Α ἀδιήθητος, ον) [διηθῶ] αδιύλιστος, αφιλτράριστος, αστράγγιστος … Dictionary of Greek
αλαμπικάριστος — η, ο 1. ο μη αποσταγμένος, ο αδιύλιστος 2. αυτός που δεν κατακάθισε, ακαταστάλαχτος, θολός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + λαμπικαριστός < λαμπικαρίζω, λαμπικάρω*] … Dictionary of Greek